Greek Meaning of beavering (away)

Εργατικός

Other Greek words related to Εργατικός

Definitions and Meaning of beavering (away) in English

beavering (away)

to work in a very active and energetic way

FAQs About the word beavering (away)

Εργατικός

to work in a very active and energetic way

εργαζόμενος,προσπαθώντας,αγωνιζόμενος,λειτουργική,τραντάγματα,σκάψιμο (μακριά),καρφώνω,προσπαθώντας,ανασκαφή,βιαστικός

σπάσιμο,χαλάρωση,ελάφρυνση (αυξανόμενη),μαλακίες (έξω),χακάρισμα (γύρω),Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),χαλαρώνω,τεμπελιάζω,ηλιοθεραπεία,άστεγος

beavered (away) => δουλεύω σκληρά (μακριά), beaver (away) => κάστορας (μακριά), beauty queens => βασίλισσες ομορφιάς, beauty queen => βασίλισσα ομορφιάς, beauts => Ομορφιές,