Greek Meaning of beauties
ομορφιές
Other Greek words related to ομορφιές
- belles
- μπισκότα
- Μάτια
- θεές
- παιδιά
- βασίλισσες ομορφιάς
- χαριτωμένες
- χαριτωμένοι
- κούκλες
- μάγισσες
- αλεπού
- αλεπούδες
- μέλια
- Ροδάκινα
- οι πιο όμορφες
- Κούκλες
- Καλλονές του μπάνιου
- γοητευτές
- Κορίτσια εξωφύλλου
- χαριτωμένα
- πιάτα
- κούκλες
- Πλοία των ονείρων
- Femme fatale
- houri
- νοκ άουτ
- θεατές
- pin-up κορίτσια
- σειρήνες
- πειρασμές
- βρυκόλακας
Nearest Words of beauties
- beaucoup => πολύ
- beau ideals => ιδανικά ομορφιάς
- Beau Brummells => Μπο Μπρούμελ
- beats up on => δέρνει
- beats the drum (for or about) => χτυπά το τύμπανο (για ή σχετικά)
- beats (down) => δέρνει (αυστηρά)
- beatings => ξύλο
- beating up on => ξυλοδαρμός
- beating the pants off => χτυπώντας το παντελόνι
- beating the drum (for) => Χτυπώντας το τύμπανο για
- beautifiers => ομορφιάρες
- beautiful people => Όμορφοι άνθρωποι
- beautifulness => Ομορφιά
- beauts => Ομορφιές
- beauty queen => βασίλισσα ομορφιάς
- beauty queens => βασίλισσες ομορφιάς
- beaver (away) => κάστορας (μακριά)
- beavered (away) => δουλεύω σκληρά (μακριά)
- beavering (away) => Εργατικός
- beavers => κάστορες
Definitions and Meaning of beauties in English
beauties
something that is beautiful or excellent, the qualities of a person or a thing that give pleasure to the senses, the quality or group of qualities in a person or thing that gives pleasure to the senses or the mind, an excellent or appealing quality, bottom sense 9, a lovely person or thing, a lovely woman, the quality of being physically attractive, an outstanding example, a person (especially a woman) who is beautiful
FAQs About the word beauties
ομορφιές
something that is beautiful or excellent, the qualities of a person or a thing that give pleasure to the senses, the quality or group of qualities in a person o
belles,μπισκότα,Μάτια,θεές,,παιδιά,βασίλισσες ομορφιάς,χαριτωμένες,χαριτωμένοι,κούκλες
τσάντες,Μάγισσες,Frumps,μάγισσες,Μάγισσες
beaucoup => πολύ, beau ideals => ιδανικά ομορφιάς, Beau Brummells => Μπο Μπρούμελ, beats up on => δέρνει, beats the drum (for or about) => χτυπά το τύμπανο (για ή σχετικά),