FAQs About the word dolls

κούκλες

a small figure of a human being used especially as a child's plaything, darling, sweetheart, a pretty but often empty-headed young woman, a small-scale figure o

καροτσάκια,μαριονέτες,αριθμοί,κούκλες,φιγούρες δράσης,φιγούρες,Μαριονέτες,κούκλες ρούχων

σκύλοι

dolloping (out) => δωρεάν (έξω), dolloped (out) => έβγαλε (με το κουτάλι), dollop (out) => κουταλιά της σούπας (έξω), dollish => κούκλα, dolling up => ντύσιμο,