Greek Meaning of domesticating
εξημέρωση
Other Greek words related to εξημέρωση
- προσαρμοστικός
- υιοθεσία
- αναπαραγωγή
- αυξανόμενος
- ανατροφή
- εκπαίδευση
- χρησιμοποιώντας
- χρησιμοποιώντας
- Καλλιεργώ
- παραγωγική
- πολλαπλασιαζόμενος
- προσαρμογή
- εγκλιματισμός
- φιλόξενος
- εθισμός
- ρύθμιση
- δανεισμός
- κλιματισμός
- συμμορφούμενος
- κατάκτηση
- Θεραπεία
- Επεξεργασία
- μόρφωση
- κατάλληλος
- καλλιέργεια
- συνηθίζοντας
- ανάπτυξη δεξιοτήτων
- πολιτογράφηση
- θρεπτικός
- φύτευση
- θέση
- ανατροφή
- διαμόρφωση
- υποτακτικός
- κατάλληλος
- Ραπτική
- σφετεριστής
- καλλιέργεια
- καλλιέργεια
- ενεργοποιώντας
- προώθηση
- δαμάζοντας
- υποτάσσοντας
- τροποποίηση
- ιδιοποίηση
- αλαζόνας
- ανατροφή
- κυρίαρχος
- σάλτσα
- Αγκαλιάζει
- Υποστηρίζοντας
- Τροποποίηση
- συντριπτικός
- κατευναστικός
- αναδιαμόρφωση
- ανάκτηση
- ανακύκλωση
- Εστίαση
- επαναδημιουργία
- αναθεώρηση
- ανάληψη
- μεταμόρφωση
- νικητής
- μετατροπή
- Νέος σχεδιασμός
- Αναδόμηση
- επανεκτέλεση
- αναδιοργάνωση
- επανασχεδιασμός
- επισκευή
- επανεφεύρεση
- ανακαίνιση
- ανανέωση
- αναθεώρηση
- σπορά
- υποβάλλοντας
- αναλαμβάνοντας
- πτυχίο
Nearest Words of domesticating
Definitions and Meaning of domesticating in English
domesticating
to bring into use in one's own country, to bring to the level of ordinary people, to adapt to living with human beings and to serving their purposes, to cause to become adapted to life in a household, to adapt (an animal or plant) over time from a wild or natural state especially by selective breeding to life in close association with and to the benefit of humans, a domesticated (see domesticate entry 1 sense 2) animal or plant
FAQs About the word domesticating
εξημέρωση
to bring into use in one's own country, to bring to the level of ordinary people, to adapt to living with human beings and to serving their purposes, to cause t
προσαρμοστικός,υιοθεσία,αναπαραγωγή,αυξανόμενος,ανατροφή,εκπαίδευση,χρησιμοποιώντας,χρησιμοποιώντας,Καλλιεργώ,παραγωγική
No antonyms found.
domestic partnership => σύμφωνο συμβίωσης, domestic animals => κατοικίδια ζώα, domes => θόλοι, domains => τομείς, dolors => πόνοι,