Greek Meaning of buckling (down)

λυγίζοντας

Other Greek words related to λυγίζοντας

Definitions and Meaning of buckling (down) in English

buckling (down)

to start to work hard

FAQs About the word buckling (down)

λυγίζοντας

to start to work hard

αίτηση (του εαυτού μου),τραντάγματα,σκάψιμο (μακριά),σκάψιμο,σφυροκόπημα,βάζω πλώρη,καρφώνω,συνεισφορά,επιτιθέμενος,προσπαθώντας

σπάσιμο,χαλάρωση,ελάφρυνση (αυξανόμενη),μαλακίες (έξω),χακάρισμα (γύρω),Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),χαλαρώνω,τεμπελιάζω,ηλιοθεραπεία,άστεγος

buckling (down to) => καμάρωμα (κάτω), buckles => πόρπες, bucklers => Ασπίδες, buckled (under) => υπέκυψε (κάτω από), buckled (down) => εργατικός,