Greek Meaning of buckling (down to)

καμάρωμα (κάτω)

Other Greek words related to καμάρωμα (κάτω)

Definitions and Meaning of buckling (down to) in English

buckling (down to)

No definition found for this word.

FAQs About the word buckling (down to)

καμάρωμα (κάτω)

εστιάζοντας (σε),πέφτοντας (προς),εστίαση σε,Εστίαση (σε),εστιάζω (σε κάτι),Εγκατάσταση (κάτω),αντιμετώπιση,προσεγγίζοντας,κατάδυση (σε),συνεισφορά

αποφυγή,αποφευκτικός,πείραγμα (με),αποφυγή,αστείος,ρελαντί,καθυστερημένο,ανοησίες,αταξίες,παίζοντας

buckles => πόρπες, bucklers => Ασπίδες, buckled (under) => υπέκυψε (κάτω από), buckled (down) => εργατικός, buckled (down to) => λυγισμένο (προς),