Greek Meaning of knuckling down (to)

εστιάζω (σε κάτι)

Other Greek words related to εστιάζω (σε κάτι)

Definitions and Meaning of knuckling down (to) in English

knuckling down (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word knuckling down (to)

εστιάζω (σε κάτι)

καμάρωμα (κάτω),εστιάζοντας (σε),πέφτοντας (προς),εστίαση σε,Εστίαση (σε),Εγκατάσταση (κάτω),αντιμετώπιση,προσεγγίζοντας,συνεισφορά,βουτιά (σε)

αποφυγή,αποφευκτικός,αποφυγή,πείραγμα (με),αστείος,ρελαντί,καθυστερημένο,ανοησίες,αταξίες,παίζοντας

knuckling down => βάζω πλώρη, knuckled under (to) => παραχωρώ, knuckled under => υποχώρησε, knuckled down => Βάστηξε την πλάτη, knuckle under (to) => υποκύπτω (σε κάποιον/κάτι),