Greek Meaning of know-hows
τεχνογνωσία
Other Greek words related to τεχνογνωσία
Nearest Words of know-hows
- knowledges => γνώσεις
- know-nothingisms => ξέρει-όλα
- knows => γνωρίζει
- knuckle down (to) => Στρέφομαι σε (κάτι)
- knuckle under (to) => υποκύπτω (σε κάποιον/κάτι)
- knuckled down => Βάστηξε την πλάτη
- knuckled under => υποχώρησε
- knuckled under (to) => παραχωρώ
- knuckling down => βάζω πλώρη
- knuckling down (to) => εστιάζω (σε κάτι)
Definitions and Meaning of know-hows in English
know-hows
knowledge of how to get things done, knowledge of how to do something smoothly and efficiently
FAQs About the word know-hows
τεχνογνωσία
knowledge of how to get things done, knowledge of how to do something smoothly and efficiently
εμπειρία,εξειδίκευση,δεξιότητες,Παϊδάκια,επάρκεια,έμπειρος,Γνώριμος,Φόντο,οικειότητα,οικειότητα
Άγνοια,απειρία,έλλειψη εξοικείωσης,Άγνοια
knouts => μαστίγια, knouting => μαστίγωμα, knouted => μαστιγωμένος, knots => κόμποι, knolls => Λόφοι,