Greek Meaning of focusing (on)

εστίαση σε

Other Greek words related to εστίαση σε

Definitions and Meaning of focusing (on) in English

focusing (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word focusing (on)

εστίαση σε

καμάρωμα (κάτω),εστιάζοντας (σε),πέφτοντας (προς),Εγκατάσταση (κάτω),αντιμετώπιση,κατάδυση (σε),εστιάζω (σε κάτι),συνεισφορά,βουτιά (σε),Μπρόσχω (μέσα ή μέσα σε)

αποφυγή,αποφευκτικός,πείραγμα (με),αποφυγή,αστείος,ρελαντί,καθυστερημένο,ανοησίες,αταξίες,παίζοντας

focused (on) => εστιασμένος (σε), focus (on) => επικεντρώνω (σε), fobbing off => εμπαίζω, fobbed off => αποκρούω, foams => αφροί,