Greek Meaning of slaving

ενασχολούμαι με το σκλάβωμα

Other Greek words related to ενασχολούμαι με το σκλάβωμα

Definitions and Meaning of slaving in English

Webster

slaving (p. pr. & vb. n.)

of Slave

FAQs About the word slaving

ενασχολούμαι με το σκλάβωμα

of Slave

εργαζόμενος,προσπαθώντας,αγωνιζόμενος,λειτουργική,κοπιαστικός,προσπαθώντας,ανασκαφή,βιαστικός,αργός,όργωμα

σπάσιμο,άστεγος,ανατριχιαστικός,αναβάλλω,ρελαντί,τεμπελιά,τεμπελιάζω,ξεκούραστος,αποφυγή,χαλάρωση

slavic people => Σλάβοι, slavic language => Σλαβική γλώσσα, slavic => σλαβικός, slavey => δούλος, slavery => δουλεία,