Greek Meaning of hibernating
χειμάζοντας
Other Greek words related to χειμάζοντας
- ανατριχιαστικός
- νυσταγμένος
- παίζοντας
- ξεκούραστος
- κοιμάται
- άστεγος
- κωλυσιεργία
- βόμβος
- αστείος
- ρελαντί
- τεμπελιά
- επίμονος
- τεμπελιάζω
- τεμπέλιασε
- ανοησίες
- σκουντούμπι
- χαλαρωτικό
- θερινή νάρκη
- ολιγωρία
- Θέρος ύπνος
- μαλακίες (έξω)
- χακάρισμα (γύρω)
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- χαλαρώνει
- τεμπέλης
- πιθηκισμοί
- καθαρισμός
- αναβάλλω
- ασήμαντος
- τεμπελιάζω
- καθυστερημένο
- Στέκομαι ακίνητος
- προσομοίωση
- ασήμαντο
- καθυστέρηση
- ασήμαντος
- πείραγμα (με)
- να κρέμεται
- κλωτσώντας γύρω
- τριγυρνώ
- αμπαλάρεται (γύρω γύρω)
- χάσιμο
Nearest Words of hibernating
Definitions and Meaning of hibernating in English
hibernating (s)
in a condition of biological rest or suspended animation
hibernating (p. pr. & vb. n.)
of Hibernate
FAQs About the word hibernating
χειμάζοντας
in a condition of biological rest or suspended animationof Hibernate
ανατριχιαστικός,νυσταγμένος,παίζοντας,ξεκούραστος,κοιμάται,άστεγος,κωλυσιεργία,βόμβος,αστείος,ρελαντί
άλεση,ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,εφίδρωση,Σκληραγωγία
hibernated => χειμέρια νάρκη, hibernate => χειμερία νάρκη, hibernal => χειμερινός, hibernaculum => Χειμέρια νάρκη, hibernacle => ταβερνάκιο,