Greek Meaning of soreness
πόνος
Other Greek words related to πόνος
- Πόνος
- δυσφορία
- δυσφορία
- τρυφερότητα
- σφυγμός
- αγωνία
- αγωνία
- βλάβη
- φλεγμονή
- τραυματισμός
- δυστυχία
- πόνος
- τσίμπημα
- τσίμπημα
- πονεμένος
- τσίμπημα
- Μπόντα
- πόνος
- Οίδημα
- μυρμήγκιασμα
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- δυστυχία
- Πόνος στη μέση
- Κολικός
- παράπονο
- ζημιά
- ζημία
- πονόλαιμος
- παράπονο
- πονοκέφαλος
- πόνος
- έξυπνος
- πόνος στο στομάχι
- δυστυχία
- πόνος
- Πονόδοντος
Nearest Words of soreness
Definitions and Meaning of soreness in English
soreness (n)
a pain that is felt (as when the area is touched)
an uncomfortable feeling of mental painfulness or distress
FAQs About the word soreness
πόνος
a pain that is felt (as when the area is touched), an uncomfortable feeling of mental painfulness or distress
Πόνος,δυσφορία,δυσφορία,τρυφερότητα,σφυγμός,αγωνία,αγωνία,βλάβη,φλεγμονή,τραυματισμός
Άνεση,ευκολία,ευκολία
soren peter lauritz sorensen => Σόρεν Πέτερ Λάουριτς Σόρενσεν, soren kierkegaard => Σόρεν Κίρκεγκορ, soren aabye kierkegaard => Σόρεν Άαμπυ Κίρκεγκωρ, sorely => πολύ, sorehead => ευερέθιστος,