Greek Meaning of earache
πονόλαιμος
Other Greek words related to πονόλαιμος
- Πόνος
- Πόνος στη μέση
- Κολικός
- παράπονο
- πονοκέφαλος
- πόνος στο στομάχι
- Πονόδοντος
- αγωνία
- αγωνία
- πονόκοιλος
- Κράμπα
- παράπονο
- δυσφορία
- δυσφορία
- φλεγμονή
- δυστυχία
- πόνος
- τσίμπημα
- τσίμπημα
- πόνος
- τσίμπημα
- Μπόντα
- πόνος
- Οίδημα
- τρυφερότητα
- μυρμήγκιασμα
- Βασανιστήρια
- σφυγμός
- δυστυχία
- ζημιά
- ζημία
- βλάβη
- πόνος
- τραυματισμός
- έξυπνος
- πονεμένος
- δυστυχία
- πόνος
- μαρτύριο
Nearest Words of earache
Definitions and Meaning of earache in English
earache (n)
an ache localized in the middle or inner ear
earache (n.)
Ache or pain in the ear.
FAQs About the word earache
πονόλαιμος
an ache localized in the middle or inner earAche or pain in the ear.
Πόνος,Πόνος στη μέση,Κολικός,παράπονο,πονοκέφαλος,πόνος στο στομάχι,Πονόδοντος,αγωνία,αγωνία,πονόκοιλος
Άνεση,ευκολία,ευκολία
earable => Αρόσιμη, ear trumpet => ακουστικό κέρας, ear specialist => Ωτορινολαρυγγολόγος, ear lobe => Λοβός αυτιού, ear hole => τρύπα του αυτιού,