Greek Meaning of toothache
Πονόδοντος
Other Greek words related to Πονόδοντος
- πονοκέφαλος
- Πόνος
- Πόνος στη μέση
- πονόκοιλος
- Κολικός
- παράπονο
- δυσφορία
- πονόλαιμος
- παράπονο
- πόνος
- τσίμπημα
- πόνος
- πόνος στο στομάχι
- πόνος
- δυστυχία
- αγωνία
- αγωνία
- Κράμπα
- δυσφορία
- βλάβη
- πόνος
- φλεγμονή
- τραυματισμός
- δυστυχία
- τσίμπημα
- έξυπνος
- πονεμένος
- τσίμπημα
- Μπόντα
- δυστυχία
- Οίδημα
- τρυφερότητα
- πόνος
- μυρμήγκιασμα
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- σφυγμός
Nearest Words of toothache
- toothache tree => δέντρο του πονόδοντου
- toothback => Πτη πλάτη
- toothbill => δοντόραμφος
- toothbrush => οδοντόβουρτσα
- toothbrush tree => Δέντρο οδοντόβουρτσας
- toothdrawer => Οδοντίατρος
- toothed => οδοντωτός
- toothed spurge => (Euphorbia peplus)
- toothed sword fern => Σπαθόπτερη με δόντια
- toothed whale => Οδοντωτός κήτος
Definitions and Meaning of toothache in English
toothache (n)
an ache localized in or around a tooth
toothache (n.)
Pain in a tooth or in the teeth; odontalgia.
FAQs About the word toothache
Πονόδοντος
an ache localized in or around a toothPain in a tooth or in the teeth; odontalgia.
πονοκέφαλος,Πόνος,Πόνος στη μέση,πονόκοιλος,Κολικός,παράπονο,δυσφορία,πονόλαιμος,παράπονο,πόνος
Άνεση,ευκολία,ευκολία
tooth socket => κυψελίδες, tooth shell => Οδοντοκόγχες, tooth powder => Οδοντόκονις, tooth fungus => Μύκητας δοντιών, tooth fairy => Νεράιδα των δοντιών,