Greek Meaning of excruciation
βασανιστήριο
Other Greek words related to βασανιστήριο
- αγωνία
- αγωνία
- δυσφορία
- δυσφορία
- δυστυχία
- πόνος
- δυσκολία
- πόνος
- τσίμπημα
- ράφι
- Λύπη
- Θλίψη
- πορθμός
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- εργασία
- θλίψη
- συμφορά
- Πόνος
- δυστυχία
- τραχύτητα
- σταυρός
- χωνευτήρι
- κίνδυνος
- έκτακτη ανάγκη
- δυσκολία
- πόνος στην καρδιά
- Σπαρακτικός
- κίνδυνος
- Αχαρά
- Αυστηρότητα
- τσούξιμο
- πόνος
- πόνος
- δίκη
- πρόβλημα
- σφυγμός
- Δυστυχία
Nearest Words of excruciation
Definitions and Meaning of excruciation in English
excruciation (n)
a state of acute pain
the infliction of extremely painful punishment or suffering
excruciation (n.)
The act of inflicting agonizing pain, or the state of being thus afflicted; that which excruciates; torture.
FAQs About the word excruciation
βασανιστήριο
a state of acute pain, the infliction of extremely painful punishment or sufferingThe act of inflicting agonizing pain, or the state of being thus afflicted; th
αγωνία,αγωνία,δυσφορία,δυσφορία,δυστυχία,πόνος,δυσκολία,πόνος,τσίμπημα,ράφι
ανακούφιση,Άνεση,Παρηγοριά,ευκολία,ανάγλυφο<br>,παρηγοριά,ελάφρυνση,Ειρήνη,Ασφάλεια,ευεξία
excruciatingly => Τρομερά, excruciating => οδυνηρός, excruciated => βασανισμένος, excruciate => βασανιστικός, excruciable => βασανιστικός,