Greek Meaning of excruciated

βασανισμένος

Other Greek words related to βασανισμένος

Definitions and Meaning of excruciated in English

Webster

excruciated (imp. & p. p.)

of Excruciate

FAQs About the word excruciated

βασανισμένος

of Excruciate

Πλήττεται,πολιορκημένος,καταραμένος,διωκόμενος,ταλαιπωρημένος,επιβαρυντική,βασανισμένος,Άγχος,ενοχλημένος,επιτέθηκε

υποκινήθηκε,βοήθησε,υποστηρίζεται,παραδόθηκε,βοήθησε,ανακουφισμένος,παρηγορημένος,ικανοποιημένος,ησυχασμένος,κυκλοφόρησε

excruciate => βασανιστικός, excruciable => βασανιστικός, excretory product => Απορριπτόμενο προϊόν, excretory organ => Ουσιοδόχο όργανο, excretory => εκκριτικός,