Greek Meaning of stoppling

στόπερ

Other Greek words related to στόπερ

Definitions and Meaning of stoppling in English

stoppling

something that closes an aperture, stopper

FAQs About the word stoppling

στόπερ

something that closes an aperture, stopper

αποκλεισμός,απόφραξη,Φελλός,Κολλώδες,εμποδίζοντας,σύνδεση (up),διαρροή,φράξιμο,σταμάτημα,σφράγισμα

εκκαθάριση,απελευθερωτικό,άνοιγμα,αποσύνδεση,κένωση,εκσκαφή,Κοίλασμα (έξω),αστραπή,σκάβω (έξω),ξεμπλοκάρισμα

stoppled => Σταματημένος, stopping (up) => σταμάτημα, stopping (over) => στάση (πάνω), stopping (by) => Σταματάω (ππερνώντας), stopping (by or in) => που σταματά (δίπλα ή σε),