FAQs About the word hung together

κρέμασε μαζί

to have unity, to remain united

Συνδεδεμένος,σύμμαχοι,συνδεδεμένος,Ενωμένοι (μαζί),συνδυασμένος,ομάδα,συνεργάστηκε,συμφωνώ,ομοσπονδιακός,συνωμότησαν

No antonyms found.

hung one on => Να πιει ένα, hung on to => κράτησε, hung on => κρεμασμένος, hung in there => Άντεξε, hung in => κρεμασμένο,