Greek Meaning of hung together
κρέμασε μαζί
Other Greek words related to κρέμασε μαζί
Nearest Words of hung together
- hung up => κράτησε
- hung up (on) => να είσαι εμμονικός με (κάτι)
- hunger (for) => πείνα για
- hungered (for) => πεινασμένος (για)
- hungering (for) => Πεινασμένος (για)
- hungers (for) => επιθυμεί
- hunker (down) => σκύβω
- hunkered (down) => καμπούρης (κάτω)
- hunkering (down) => Καθισμένη
- hunt (down or up) => Κυνήγι (παρακολούθηση ή εντόπιση)
Definitions and Meaning of hung together in English
hung together
to have unity, to remain united
FAQs About the word hung together
κρέμασε μαζί
to have unity, to remain united
Συνδεδεμένος,σύμμαχοι,συνδεδεμένος,Ενωμένοι (μαζί),συνδυασμένος,ομάδα,συνεργάστηκε,συμφωνώ,ομοσπονδιακός,συνωμότησαν
No antonyms found.
hung one on => Να πιει ένα, hung on to => κράτησε, hung on => κρεμασμένος, hung in there => Άντεξε, hung in => κρεμασμένο,