Greek Meaning of hung up (on)

να είσαι εμμονικός με (κάτι)

Other Greek words related to να είσαι εμμονικός με (κάτι)

Definitions and Meaning of hung up (on) in English

hung up (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word hung up (on)

να είσαι εμμονικός με (κάτι)

ερωτευμένος (με κάτι),τρελός (για ή για),ερωτευμένος (με),ενθουσιασμένος (από),πήγε (μακριά),Τρελός για,εμμονικός,τρελός,γοητευμένος,γοητευμένος

κουλ,αποσπασμένος,ανεπηρέαστος,απογοητευμένος,Απογοητευμένος,μη μαγεμένος,ξέγνοιαστος

hung up => κράτησε, hung together => κρέμασε μαζί, hung one on => Να πιει ένα, hung on to => κράτησε, hung on => κρεμασμένος,