FAQs About the word nuts (about)

τρελός

ερωτευμένος (με κάτι),τρελός (για ή για),ερωτευμένος (με),ενθουσιασμένος (από),πήγε (μακριά),Τρελός για,εμμονικός,γοητευμένος,γοητευμένος,γοητευμένος

κουλ,αποσπασμένος,ανεπηρέαστος,απογοητευμένος,Απογοητευμένος,μη μαγεμένος,ξέγνοιαστος

nutcases => Τρελοί, nurtures => θρέφει, nurslings => βρέφη, nurses => νοσοκόμες, nursers => νοσηλευτές,