Greek Meaning of besotted (by)
ερωτευμένος (με κάτι)
Other Greek words related to ερωτευμένος (με κάτι)
Nearest Words of besotted (by)
- bespeaks => δείχνει
- best bib and tucker => Στην καλύτερη ενδυμασία
- bestiaries => bestiaria
- besting => νικήσει
- bestow (on or upon) => απονέμω (σε ή σε)
- bestowals => χορηγήσεις
- bestowed (on or upon) => που απονεμήθηκε (σε ή πάνω)
- bestowing (on or upon) => παρέχοντας (σε ή πάνω)
- bestows => χαρίζει
- bestrewn => διάσπαρτα
Definitions and Meaning of besotted (by) in English
besotted (by)
No definition found for this word.
FAQs About the word besotted (by)
ερωτευμένος (με κάτι)
τρελός (για ή για),ερωτευμένος (με),ενθουσιασμένος (από),πήγε (μακριά),Τρελός για,τρελός,εμμονικός,γοητευμένος,γοητευμένος,γοητευμένος
κουλ,αποσπασμένος,ανεπηρέαστος,απογοητευμένος,Απογοητευμένος,μη μαγεμένος,ξέγνοιαστος
besmirches => λερώνει, besmears => λερώνει, besieges => πολιορκεί, beside the point => εκτός θέματος, beside oneself => εκτός εαυτού,