Greek Meaning of besotted (by)

ερωτευμένος (με κάτι)

Other Greek words related to ερωτευμένος (με κάτι)

Definitions and Meaning of besotted (by) in English

besotted (by)

No definition found for this word.

FAQs About the word besotted (by)

ερωτευμένος (με κάτι)

τρελός (για ή για),ερωτευμένος (με),ενθουσιασμένος (από),πήγε (μακριά),Τρελός για,τρελός,εμμονικός,γοητευμένος,γοητευμένος,γοητευμένος

κουλ,αποσπασμένος,ανεπηρέαστος,απογοητευμένος,Απογοητευμένος,μη μαγεμένος,ξέγνοιαστος

besmirches => λερώνει, besmears => λερώνει, besieges => πολιορκεί, beside the point => εκτός θέματος, beside oneself => εκτός εαυτού,