Greek Meaning of bestowed (on or upon)

που απονεμήθηκε (σε ή πάνω)

Other Greek words related to που απονεμήθηκε (σε ή πάνω)

Definitions and Meaning of bestowed (on or upon) in English

bestowed (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word bestowed (on or upon)

που απονεμήθηκε (σε ή πάνω)

ντυμένος,απονεμηθεί (σε),Εξοπλισμένος,προσφέρονται,δοθείς,παραχωρημένο,απονεμήθηκε,ευλογημένος,ντυμένος,καλυμμένος

εξαντλημένος,αποστερημένος,εκχωρήθηκε,στραγγισμένος,εξαντλημένος,γυμνός,φειδωλός,τσιγκούνης,стрипт

bestowals => χορηγήσεις, bestow (on or upon) => απονέμω (σε ή σε), besting => νικήσει, bestiaries => bestiaria, best bib and tucker => Στην καλύτερη ενδυμασία,