Greek Meaning of empowered
ενεργοποιημένος
Other Greek words related to ενεργοποιημένος
Nearest Words of empowered
Definitions and Meaning of empowered in English
empowered (s)
invested with legal power or official authority especially as symbolized by having a scepter
empowered (imp. & p. p.)
of Empower
FAQs About the word empowered
ενεργοποιημένος
invested with legal power or official authority especially as symbolized by having a scepterof Empower
δημοκρατικός,Eγκεκριμένος,απελευθερωμένος,μη επιβλεπόμενος,αυτόνομος,παραδόθηκε,ελευθερωμένος,απελευθερωμένος,ανεξάρτητος,απελευθερωμένος
δεμένος,κατακτημένος,εξαρτημένος,Δούλος,μη αυτόνομος,ήρεμος,θέμα,υποδουλωμένος,ελεύθερος,Αιχμάλωτος
empower => ενδυναμώνω, empoverish => φτωχαίνω, emporiums => πολυκαταστήματα, emporium => Κατάστημα, emporia => Εμπορικό κέντρο,