Greek Meaning of freeborn
ελεύθερος
Other Greek words related to ελεύθερος
- αυτόνομος
- ελευθερωμένος
- Eγκεκριμένος
- απελευθερωμένος
- ελεύθερος
- ανεξάρτητος
- απελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- λυτρωμένος
- αυτοκυβερνωμένη
- αυτοδιοικούμενο
- ξεχωριστό
- κυρίαρχος
- κυρίαρχος
- παραδόθηκε
- δημοκρατικός
- ενεργοποιημένος
- δωρεάν
- κυκλοφόρησε
- Ρεπουμπλικανικός
- αυτοδιοικούμενος
- ακατάκτητος
- ατύπωτο
- μη επιβλεπόμενος
Nearest Words of freeborn
- freed => απελευθερωμένος
- free-denizen => ελεύθερος πολίτης
- freedman => απελεύθερος
- freedmen => απελεύθεροι
- freedom => ελευθερία
- freedom fighter => αγωνιστής για την ελευθερία
- freedom from cruel and unusual punishment => Προστασία από σκληρές και ασυνήθιστες τιμωρίες
- freedom from discrimination => ελευθερία από τις διακρίσεις
- freedom from double jeopardy => Απαγόρευση διπλού κινδύνου
- freedom from involuntary servitude => ελευθερία από ακούσια υπηρεσία
Definitions and Meaning of freeborn in English
freeborn (s)
born free of free parents
freeborn (a.)
Born free; not born in vassalage; inheriting freedom.
FAQs About the word freeborn
ελεύθερος
born free of free parentsBorn free; not born in vassalage; inheriting freedom.
αυτόνομος,ελευθερωμένος,Eγκεκριμένος,απελευθερωμένος,ελεύθερος,ανεξάρτητος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,λυτρωμένος,αυτοκυβερνωμένη
εξαρτημένος,Δούλος,μη αυτόνομος,θέμα,ελεύθερος,δεμένος,Αιχμάλωτος,κατακτημένος,δεμένος,κατώτερος
freebooty => λάφυρα, freebooting => πειρατεία, freebootery => πειρατεία, freebooter => πειρατής, freeboard deck => Κατάστρωμα ελεύθερου ύψους,