Greek Meaning of self-governed

αυτοκυβερνωμένη

Other Greek words related to αυτοκυβερνωμένη

Definitions and Meaning of self-governed in English

self-governed

not influenced or controlled by others, exercising self-control

FAQs About the word self-governed

αυτοκυβερνωμένη

not influenced or controlled by others, exercising self-control

αυτόνομος,ανεξάρτητος,ξεχωριστό,κυρίαρχος,δημοκρατικός,ελεύθερος,αυτοδιοικούμενο,αυτοδιοικούμενος,κυρίαρχος,παραδόθηκε

εξαρτημένος,μη αυτόνομος,θέμα,υποδουλωμένος,ελεύθερος,δεμένος,Αιχμάλωτος,κατακτημένος,Δούλος,δεμένος

self-governance => αυτοδιοίκηση, self-glory => Αυτοδοξασία, self-glorifying => αυτοεξυπηρετικός, self-glorification => αυτοεπιβεβαίωση, self-forgetting => αυταπάρνηση,