Greek Meaning of self-identity

ταυτότητα εαυτού

Other Greek words related to ταυτότητα εαυτού

Definitions and Meaning of self-identity in English

self-identity

individuality sense 1, sameness of a thing with itself, individuality

FAQs About the word self-identity

ταυτότητα εαυτού

individuality sense 1, sameness of a thing with itself, individuality

ταυτότητα,προσωπικότητα,Χαρακτήρας,ατομικισμός,ατομικότητα,Εαυτός,διάθεση,διακριτότητα,χιούμορ,Ιδιοσυγκρασία

συμμόρφωση,συμβατικότητα

self-identities => ταυτότητες αυτοπροσδιορισμού, selfhoods => ταυτότητες, self-hate => Αυτομίσος, self-gratulatory => αυτοπεποίθηση, self-governed => αυτοκυβερνωμένη,