Greek Meaning of individualism
ατομικισμός
Other Greek words related to ατομικισμός
- χαρακτηριστικός
- περιέργεια
- Εκκεντρικότητα
- συνήθεια
- Ιδιοσυγκρασία
- Μανιερισμός
- ιδιαιτερότητα
- ιδιοτροπία
- μοναδικότητα
- χαρακτηριστικό
- τέχνασμα
- στρέφω
- μανιέρα
- στάση
- χαρακτηριστικό
- Χαρακτήρας
- Τεταρτημόριο
- ατομικότητα
- κόμπος
- ιδιαιτερότητα
- μοτίβο
- προσωπικότητα
- Πρακτική
- ιδιοκτησία
- ουσία
- αστείο
- τικ
- τάση
- αβεβαιότητα
- ανωμαλία
- εθισμός
- αέρας
- λυγισμένος
- συνήθεια
- διάθεση
- διάνοια
- χιούμορ
- ταυτότητα
- κλίση
- Σήμα
- φύση
- νευρωτισμός
- μεροληψία
- προτίμηση
- Εκτροπή
- εξάσκηση
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- Τάση
- ιδιοσυγκρασία
- τρόπος
- περίεργος
- δεν θα
Nearest Words of individualism
- individualist => ατομικιστής
- individualistic => ατομικιστικός
- individualistically => ατομικιστικά
- individualities => ατομικότητες
- individuality => ατομικότητα
- individualization => εξατομίκευση
- individualize => εξατομικεύω
- individualized => εξατομικευμένος
- individualizer => ατομικοποιητής
- individualizing => εξατομίκευση
Definitions and Meaning of individualism in English
individualism (n)
the quality of being individual
a belief in the importance of the individual and the virtue of self-reliance and personal independence
the doctrine that government should not interfere in commercial affairs
individualism (n.)
The quality of being individual; individuality; personality.
An excessive or exclusive regard to one's personal interest; self-interest; selfishness.
The principle, policy, or practice of maintaining individuality, or independence of the individual, in action; the theory or practice of maintaining the independence of individual initiative, action, and interests, as in industrial organization or in government.
FAQs About the word individualism
ατομικισμός
the quality of being individual, a belief in the importance of the individual and the virtue of self-reliance and personal independence, the doctrine that gover
χαρακτηριστικός,περιέργεια,Εκκεντρικότητα,συνήθεια,Ιδιοσυγκρασία,Μανιερισμός,ιδιαιτερότητα,ιδιοτροπία,μοναδικότητα,χαρακτηριστικό
συμμόρφωση,ομοιότητα
individualised => εξατομικευμένο, individualise => εξατομικεύω, individualisation => εξατομίκευση, individual retirement account => ατομικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός, individual => άτομο,