Greek Meaning of individualist

ατομικιστής

Other Greek words related to ατομικιστής

Definitions and Meaning of individualist in English

Wordnet

individualist (n)

a person who pursues independent thought or action

Wordnet

individualist (s)

marked by or expressing individuality

FAQs About the word individualist

ατομικιστής

a person who pursues independent thought or action, marked by or expressing individuality

Μποέμ,εικονοκλάστης,Μοναχικός,αντικομφορμιστής,ανωμαλία,μποέμ,Χαρακτήρας,αντικουλτουριάρης,εκτραπείς,εκκεντρικός

οπαδός,συμμορφωτής,συμμορφωμένος,Ακόλουθος,πρόβατο,οπαδός

individualism => ατομικισμός, individualised => εξατομικευμένο, individualise => εξατομικεύω, individualisation => εξατομίκευση, individual retirement account => ατομικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός,