Greek Meaning of unfree

ελεύθερος

Other Greek words related to ελεύθερος

Definitions and Meaning of unfree in English

Wordnet

unfree (a)

held in servitude

hampered and not free; not able to act at will

Webster

unfree (a.)

Not free; held in bondage.

FAQs About the word unfree

ελεύθερος

held in servitude, hampered and not free; not able to act at willNot free; held in bondage.

εξαρτημένος,Δούλος,δεμένος,μη αυτόνομος,θέμα,υποδουλωμένος,δεμένος,Αιχμάλωτος,κατακτημένος,μη αυτοδιοικούμενος

αυτόνομος,δωρεάν,ανεξάρτητος,ξεχωριστό,κυρίαρχος,κυρίαρχος,ελευθερωμένος,ελεύθερος,απελευθερωμένος,ελεύθερος

unfraught => ανεμπόδιστος, unfrankable => μη ελευθεροδεκτό, unfrangible => άθραυστος, unframed => χωρίς κορνίζα, unframe => αφαιρώ πλαίσιο,