Greek Meaning of unfreeze
Ξεπαγώνω
Other Greek words related to Ξεπαγώνω
Nearest Words of unfreeze
Definitions and Meaning of unfreeze in English
unfreeze (v)
become or cause to become soft or liquid
make (assets) available
unfreeze (v. t.)
To thaw.
FAQs About the word unfreeze
Ξεπαγώνω
become or cause to become soft or liquid, make (assets) availableTo thaw.
λιώνω,τηκόμενος,απόψυξη,υγροποιώ,διαλύω,ροή,ασφάλεια,υγροποιώ,υγροποιώ,μαλακώνω
σκυρόδεμα,Πήζω,παγώνω,σκληρύνω,σετ,στερεοποιώ,κέικ,επικρουστούν,σφίγγω, στερεώνω,σκληραίνει
unfree => ελεύθερος, unfraught => ανεμπόδιστος, unfrankable => μη ελευθεροδεκτό, unfrangible => άθραυστος, unframed => χωρίς κορνίζα,