Greek Meaning of unruled
ατύπωτο
Other Greek words related to ατύπωτο
- ελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- λυτρωμένος
- κυκλοφόρησε
- ακατάκτητος
- μη επιβλεπόμενος
- αυτόνομος
- παραδόθηκε
- δημοκρατικός
- ενεργοποιημένος
- Eγκεκριμένος
- ελεύθερος
- ανεξάρτητος
- απελευθερωμένος
- Ρεπουμπλικανικός
- κυρίαρχος
- δωρεάν
- ελεύθερος
- αυτοκυβερνωμένη
- αυτοδιοικούμενο
- αυτοδιοικούμενος
- ξεχωριστό
- κυρίαρχος
Nearest Words of unruled
Definitions and Meaning of unruled in English
unruled (a.)
Not governed or controlled.
Not ruled or marked with lines; as, unruled paper.
FAQs About the word unruled
ατύπωτο
Not governed or controlled., Not ruled or marked with lines; as, unruled paper.
ελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,λυτρωμένος,κυκλοφόρησε,ακατάκτητος,μη επιβλεπόμενος,αυτόνομος,παραδόθηκε,δημοκρατικός
δεμένος,Αιχμάλωτος,κατακτημένος,εξαρτημένος,δεμένος,μη αυτόνομος,ήρεμος,θέμα,υποδουλωμένος,ελεύθερος
unruinated => αλώβητος, unruinate => καταστρέφω, unruffled => ατάραχος, unruffle => δεν ταράζω, unrude => ευγενικός,