Greek Meaning of empoison
δηλητηριάζω
Other Greek words related to δηλητηριάζω
Nearest Words of empoison
- emplunge => βυθίζω
- emplumed => πτερωτός
- employment office => Γραφείο Απασχόλησης
- employment interview => Συνέντευξη για πρόσληψη
- employment contract => Σύμβαση εργασίας
- employment agreement => σύμβαση εργασίας
- employment agent => Γραφείο ευρέσεως εργασίας
- employment agency => Γραφείο εργασίας
- employment => Απασχόληση
- employing => απασχολούν
Definitions and Meaning of empoison in English
empoison (v. t.)
To poison; to impoison.
empoison (n.)
Poison.
FAQs About the word empoison
δηλητηριάζω
To poison; to impoison., Poison.
οργή,εχθρεύω,εξοργίζει,εξοργίζω,επιδεινώνω,πικραίνω,κατά,ξινός,αποξενώνω,αποξενώνω
κατευνάζω,ανακουφίζω,γλυκομιλώ,κατευνάζω,κατευνάζω,αγαπώ,εξευμενίζω,εξευμενίζω,Γλυκαίνω
emplunge => βυθίζω, emplumed => πτερωτός, employment office => Γραφείο Απασχόλησης, employment interview => Συνέντευξη για πρόσληψη, employment contract => Σύμβαση εργασίας,