FAQs About the word beshrewing

μαλώνοντας

curse

βρισιά,καταριώντας,αναθεματίζοντας,καταδικαστικός,καταγγέλλοντας,κατάρα,βρίζοντας (έξω),καταδικαστικό,κρεμώ,ράψιμο

ευλογία,αποθεώνοντας,συγχαίροντας,χειροκροτώντας

beshrewed => κακεντρεχής, besets => περικυκλώνει, beseems => αρμόζω, στέκομαι καλά σε κάποιον, beseeched => ικέτευσε, berths => κουκέτες,