Greek Meaning of beshrewing
μαλώνοντας
Other Greek words related to μαλώνοντας
Nearest Words of beshrewing
Definitions and Meaning of beshrewing in English
beshrewing
curse
FAQs About the word beshrewing
μαλώνοντας
curse
βρισιά,καταριώντας,αναθεματίζοντας,καταδικαστικός,καταγγέλλοντας,κατάρα,βρίζοντας (έξω),καταδικαστικό,κρεμώ,ράψιμο
ευλογία,αποθεώνοντας,συγχαίροντας,χειροκροτώντας
beshrewed => κακεντρεχής, besets => περικυκλώνει, beseems => αρμόζω, στέκομαι καλά σε κάποιον, beseeched => ικέτευσε, berths => κουκέτες,