Greek Meaning of cussing (out)
βρίζοντας (έξω)
Other Greek words related to βρίζοντας (έξω)
Nearest Words of cussing (out)
Definitions and Meaning of cussing (out) in English
cussing (out)
to say angry and offensive words to (someone)
FAQs About the word cussing (out)
βρίζοντας (έξω)
to say angry and offensive words to (someone)
εναντίον,κιγκλίδωμα (κατά),ράψιμο,υβριστικός,αναθεματίζοντας,μαλώνοντας,καταδικαστικός,καταδικαστικό,κρεμώ,αριστοκρατικός
αποθεώνοντας,συγχαίροντας,χειροκροτώντας,ευλογία
cussing => βρισιές, cusses => βρίζει, cussed (out) => κατάρα (έξω), cuss (out) => βρίζω, cusps => κορυφές,