Greek Meaning of curvetted
καμπυλωτά
Other Greek words related to καμπυλωτά
- οριοθετημένο
- γλέντησε
- κόβω σε κομμάτια
- χόρευε
- σκέρτσαρε
- πήδησε
- πήδηξε
- πήδησε
- καλπάζει
- χοροπηδούσε
- απόλαυσε
- γλεντούσε
- θορυβώ
- παραλείφθηκε
- πήδηξε
- αναπηδήσαμε
- ιδιότροπος
- συνέχισε
- γλέντησε
- ανόητα
- ερευνήθηκε
- έπαιξε
- σκίρτησε
- παίζω με άλογα
- larked
- έπαιζε ζωηρά
- Σάρωσε
- Ξεσαλώνω
- αθλητικός
- σκόνταψε
- αναποδογύρισμα
- κλόουν
- έπαιζε
- Τζόιραϊντ
- έκανε kitesurf
- έπαιξαν
Nearest Words of curvetted
Definitions and Meaning of curvetted in English
curvetted
to make a curvet, a leap of a horse in which first the forelegs and then the hind are raised so that for an instant all the legs are in the air, caper entry 2, prance, prance, caper, a prancing leap of a horse in which the hind legs are raised just before the forelegs touch the ground
FAQs About the word curvetted
καμπυλωτά
to make a curvet, a leap of a horse in which first the forelegs and then the hind are raised so that for an instant all the legs are in the air, caper entry 2,
οριοθετημένο,γλέντησε,κόβω σε κομμάτια,χόρευε,σκέρτσαρε,πήδησε,πήδηξε,πήδησε,καλπάζει,χοροπηδούσε
έκανε μούτρα,βραστά,Μοτοποδήλατο,θύμωσε
curveting => κουρμπέτα, curveted => καμπύλος, curves => καμπύλες, curvatures => καμπυλότητες, curvacious => καμπυλωτή,