Greek Meaning of larked
larked
Other Greek words related to larked
- ιδιότροπος
- γλέντησε
- χόρευε
- ερευνήθηκε
- έπαιξε
- σκίρτησε
- σκέρτσαρε
- πήδησε
- πήδηξε
- πήδησε
- γλεντούσε
- έπαιζε ζωηρά
- Σάρωσε
- παραλείφθηκε
- αθλητικός
- αναποδογύρισμα
- οριοθετημένο
- γλέντησε
- Κάνω κωλοτούμπες
- έπαιζε
- σήκωσε φτέρνες
- καλπάζει
- χοροπηδούσε
- απόλαυσε
- πήδηξε
- σκόνταψε
- συνέχισε
- κλόουν
- καμπύλος
- καμπυλωτά
- κόβω σε κομμάτια
- ανόητα
- παίζω με άλογα
- έκανε kitesurf
- θορυβώ
- Ξεσαλώνω
- έπαιξαν
- αναπηδήσαμε
Nearest Words of larked
Definitions and Meaning of larked in English
larked (imp. & p. p.)
of Lark
FAQs About the word larked
larked
of Lark
ιδιότροπος,γλέντησε,χόρευε,ερευνήθηκε,έπαιξε,σκίρτησε,σκέρτσαρε,πήδησε,πήδηξε,πήδησε
έκανε μούτρα,βραστά,Μοτοποδήλατο,θύμωσε
lark-colored => Λιβαδόχρωμο, lark about => παίζω, lark => Σκαρθί, larixinic => λαριξινικό, larix siberica => Σιβηρική λάρικας,