Greek Meaning of danced
χόρευε
Other Greek words related to χόρευε
- ανακατεμένος
- κλιμακωτός
- καμαρώνω
- βαλσάριζε
- χορεύω
- ποδοκίνητος
- την έκανε (το)
- χοροπηδούσε
- Ταξίδεψε στο φανταστικό φως
- φοβισμένος
- χτύπησε
- φόξτροτ
- γκαβότα
- σκαλισμένος
- έκανε τζίτερμπαγκ
- χόρευε τζαϊβ
- μπάμπο
- Πουά
- ατημέλητος
- Ολίσθησε
- κούνησε ένα πόδι
- έπαιξε τάνγκο
- χόρεψε κλακέτες
- σκαλισμένος
- σκόνταψε
- πάτησε
- Στριμμένο
Nearest Words of danced
- danceable => χορευτικός
- dance step => Βήμα χορού
- dance palace => Παλάτι του χορού
- dance orchestra => Χορευτική ορχήστρα
- dance of death => Χορός του θανάτου
- dance music => Μουσική χορού
- dance master => Δάσκαλος χορού
- dance lesson => Μάθημα χορού
- dance hall => Χορευτική αίθουσα
- dance floor => πίστα χορού
Definitions and Meaning of danced in English
danced (imp. & p. p.)
of Dance
FAQs About the word danced
χόρευε
of Dance
ανακατεμένος,κλιμακωτός,καμαρώνω,βαλσάριζε,χορεύω,ποδοκίνητος,την έκανε (το),χοροπηδούσε ,Ταξίδεψε στο φανταστικό φως,φοβισμένος
επιπλέων,κρεμασμένος,κρεμασμένος (κρεμασμένη),αιωρούνταν
danceable => χορευτικός, dance step => Βήμα χορού, dance palace => Παλάτι του χορού, dance orchestra => Χορευτική ορχήστρα, dance of death => Χορός του θανάτου,