Greek Meaning of nurse-practitioner
Νοσηλεύτρια
Other Greek words related to Νοσηλεύτρια
- Ιατρός σε ειδίκευση
- νοσοκόμα
- κάτοικος
- βοηθός νοσηλευτή/νοσηλεύτριας
- γιατρός
- γιατρός
- ΕΜΤ
- Γυναικολόγος
- ασκούμενος
- Εσωτερικολόγος
- Παραϊατρικός
- παραϊατρικός
- παιδίατρος
- παιδίατρος
- Φυσικοθεραπευτής
- γιατρός
- Φυσιοθεραπευτής
- Πλαστικός χειρουργός
- ειδικός
- Χειρουργός
- αναισθησιολόγος
- παρών
- Δερματολόγος
- γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- Γενικός ιατρός
- Νοσοκομειακός ιατρός
- γιατρός
- γιατρός
- νευρολόγος
- Γυναικολόγος
- μαιευτήρας
- Οφθαλμίατρος
- Ορθοπεδικός
- παθολόγος
- φυσίατρος
- Ποδίατρος
- Ακτινολόγος
- Ουρολόγος
Nearest Words of nurse-practitioner
Definitions and Meaning of nurse-practitioner in English
FAQs About the word nurse-practitioner
Νοσηλεύτρια
Ιατρός σε ειδίκευση,νοσοκόμα,κάτοικος,βοηθός νοσηλευτή/νοσηλεύτριας,γιατρός,γιατρός,ΕΜΤ,Γυναικολόγος,ασκούμενος,Εσωτερικολόγος
μη γιατρός,μη γιατρός
nurse-midwives => μαίες, nursemaids => Μαίες , nuptial(s) => γάμος, numinousness => Νουμινοζιτέ, numero uno => αριθμός ένα,