Greek Meaning of urologist

Ουρολόγος

Other Greek words related to Ουρολόγος

Definitions and Meaning of urologist in English

Wordnet

urologist (n)

a specialist in urology

FAQs About the word urologist

Ουρολόγος

a specialist in urology

αναισθησιολόγος,Δερματολόγος,γιατρός,γιατρός,Γυναικολόγος,Εσωτερικολόγος,νευρολόγος,μαιευτήρας,Οφθαλμίατρος,Οπτομέτρης

μη γιατρός,μη γιατρός

urolith => Ουρόλιθος, urokinase => Ουροκινάση, urohyal => Υοειδές οστό, urohaematin => Ουροαιματίνη, uroglaucin => Ουρογλαυκίνη,