Greek Meaning of hung in

κρεμασμένο

Other Greek words related to κρεμασμένο

Definitions and Meaning of hung in in English

hung in

to refuse to be discouraged or intimidated, to refuse to be discouraged or frightened

FAQs About the word hung in

κρεμασμένο

to refuse to be discouraged or intimidated, to refuse to be discouraged or frightened

βαρετός,συνέχισε,άντεξε,Τά 'βρισκαν καλά,τα έβγαλε πέρα,συνέχισε,άντεξε,φτιαγμένος,διαχειρίζεται,επέμεινε

κόβω,πέθανε,απέτυχε,έδωσε,εξαντλώ,σταμάτησε,βγήκε,Χρεοκοπημενος,χαλασμένος,κατέρρευσε

hung fire => Δεν έγινε ανάφλεξη, hung back => έμεινε πίσω, hung around => Γυρνούσε, hung about => ~~κρεμασμένος~~, hung (at) => κρεμασμένος (σε),