Greek Meaning of unenviable

μη αξιοζήλευτος

Other Greek words related to μη αξιοζήλευτος

Definitions and Meaning of unenviable in English

Wordnet

unenviable (s)

hard to deal with; especially causing pain or embarrassment

so undesirable as to be incapable of arousing envy

FAQs About the word unenviable

μη αξιοζήλευτος

hard to deal with; especially causing pain or embarrassment, so undesirable as to be incapable of arousing envy

αποτρόπαιος,φρικτός,κολασμένος,φρικτός,ανεπιθύμητος,αποτρόπαιος,χολερικός,θλιβερό,δυσάρεστος,απεχθής

γοητευτικός,ελκυστικός,απολαυστικό,επιθυμητός,καλός,ελκυστικό ,ευχάριστος,δελεαστικός,ευχάριστος,ευλογημένος

unentitled => μη δικαιούμενος, unenthusiastically => χωρίς ενθουσιασμό, unenthusiastic => αδιάφορος, unenterprising => μη επιχειρηματίας, unentangle => ξεμπερδεύω,