Greek Meaning of assessed
εκτιμηθεί
Other Greek words related to εκτιμηθεί
- φορτισμένος
- πρόστιμο
- επιβεβλημένο
- επιβάλλεται
- εκτελείται
- τοποθετημένο
- βάζω
- αιμορραγία
- εξαναγκασμένος
- εξαναγκασμένος
- ελλιμενισμένο
- αποκομμένο
- εκβιασμένος
- κουρεμένος
- εξαναγκαστικός
- σκαμμένο
- Επιβληθείσα
- αμέλξε
- τιμωρήσει
- τιμωρηθείς
- επανεφαρμόστηκε
- δόνηση
- γδαρμένος
- συμπιεσμένο
- φορολογείται
- προκάλεσε
- wrest
- στίβω
Nearest Words of assessed
Definitions and Meaning of assessed in English
assessed (imp. & p. p.)
of Assess
FAQs About the word assessed
εκτιμηθεί
of Assess
φορτισμένος,πρόστιμο,επιβεβλημένο,επιβάλλεται,εκτελείται,τοποθετημένο,βάζω,αιμορραγία,εξαναγκασμένος,εξαναγκασμένος
μειώθηκε,ελαττωμένος,λιγότερο,κυκλοφόρησε,εστάλη,συγχωρούμενος,συγχώρεσε,Αντιληπτό,γυάλισε (πάνω από),συγχωρέθηκε
assessable => Αξιολογήσιμος, assess => αξιολογώ, asses => γαϊδούρια, assertory => διαβεβαιωτικός, assertorial => βεβαιωτικός,