Greek Meaning of pulled off

Αποσύρθηκε

Other Greek words related to Αποσύρθηκε

Definitions and Meaning of pulled off in English

pulled off

to carry out despite difficulties

FAQs About the word pulled off

Αποσύρθηκε

to carry out despite difficulties

επιτευχθείς,επιτεύχθηκε,μεταφέρεται,διεξάγονται,έκανε,Εκτελέστηκε,εκπληρωμένη,έκανε,εκτέλεσε,βάλει μέσα

απέτυχε,ασυνάρτητος,φειδωλός,προσβάλλω

pulled in => Τραβηγμένο προς τα μέσα, pulled down => κατεδαφίστηκε, pulled away => Απομακρύνθηκε, pulled a face => έκανε μούτρα, pulled (up) => τραβηγμένος (προς τα πάνω),