Greek Meaning of pull (up)
τραβώ (πάνω)
Other Greek words related to τραβώ (πάνω)
- ανατρέφω
- aρπάζω
- έλεγχος
- συντάσσειν
- σταματώ
- κρατήστε
- περίπτερο
- μένω
- σταματάω
- σύλληψη
- μπλοκ
- αποκόβω
- φέρνω
- εμποδίζω
- κρατώ
- απέχω
- ακόμα
- Αναστέλλω
- μπερδεύω
- βαλκ
- αποκλεισμός
- στενόχωρο πέρασμα
- κλήση
- απόφραξη
- Συμπεραίνουμε
- φράγμα
- καθυστερώ
- διακόπτω
- τέλος
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- καταπιέζω
- κόμπος
- στέλεχος
- καταπιέζω
- τερματισμός
- γυρίζω πίσω
- συγκρατώ
Nearest Words of pull (up)
- pull one's leg => κανω πλάκα σε κάποιον
- pull stakes => Ξεριζώνω
- pull the wool over one's eyes => Να παραπλανάς κάποιον
- pulled => τραβηγμένο
- pulled (up) => τραβηγμένος (προς τα πάνω)
- pulled a face => έκανε μούτρα
- pulled away => Απομακρύνθηκε
- pulled down => κατεδαφίστηκε
- pulled in => Τραβηγμένο προς τα μέσα
- pulled off => Αποσύρθηκε
Definitions and Meaning of pull (up) in English
FAQs About the word pull (up)
τραβώ (πάνω)
ανατρέφω,aρπάζω,έλεγχος,συντάσσειν,σταματώ,κρατήστε,περίπτερο,μένω,σταματάω,σύλληψη
Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,τρέχω,συνεχίζω (σε),πρόοδος,τιμή,ακολουθώ,Μάρτιος,κινώ
puling => γκρίνια, pules => σφυγμοί, puled => τράβηξε, puked => έκανε εμετό, puissances => δυνάμεις,