Greek Meaning of perpetrated

τελεσθεί

Other Greek words related to τελεσθεί

Definitions and Meaning of perpetrated in English

Webster

perpetrated (imp. & p. p.)

of Perpetrate

FAQs About the word perpetrated

τελεσθεί

of Perpetrate

επιτευχθείς,επιτεύχθηκε,αφοσιωμένος,έκανε,Εκτελέστηκε,εκπληρωμένη,έκανε,εκτέλεσε,διωκόμενος,

απέτυχε,προσβάλλω,φειδωλός,ασυνάρτητος

perpetrable => εκτελεστός, perpession => Καθέτως, perpent stone => πέτρα της χελώνας, perpensity => τάση, perpension => διά βίου σύνταξη,