Greek Meaning of perpetration
διάπραξη
Other Greek words related to διάπραξη
Nearest Words of perpetration
- perpetrator => δράστης
- perpetuable => αιώνιος
- perpetual => αιώνιος
- perpetual calendar => Αιώνιο ημερολόγιο
- perpetual motion => αιώνια κινηση
- perpetual motion machine => μηχανή διαρκούς κίνησης
- perpetual warrant => Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα
- perpetually => αιώνια
- perpetualty => αιωνιότητα
- perpetuance => αιωνιότητα
Definitions and Meaning of perpetration in English
perpetration (n)
the act of committing a crime
perpetration (n.)
The act of perpetrating; a doing; -- commonly used of doing something wrong, as a crime.
The thing perpetrated; an evil action.
FAQs About the word perpetration
διάπραξη
the act of committing a crimeThe act of perpetrating; a doing; -- commonly used of doing something wrong, as a crime., The thing perpetrated; an evil action.
εκτέλεση,εκπλήρωση,εκπλήρωση,υλοποίηση,επίτευγμα,επίτευγμα,εκφόρτιση,θέσπιση,απόδοση,δίωξη
Μη εκτέλεση,μη εκπλήρωση
perpetrating => διαπράττων, perpetrated => τελεσθεί, perpetrable => εκτελεστός, perpession => Καθέτως, perpent stone => πέτρα της χελώνας,