FAQs About the word perpetualty

αιωνιότητα

The state or condition of being perpetual.

No synonyms found.

No antonyms found.

perpetually => αιώνια, perpetual warrant => Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα, perpetual motion machine => μηχανή διαρκούς κίνησης, perpetual motion => αιώνια κινηση, perpetual calendar => Αιώνιο ημερολόγιο,