Greek Meaning of perpetrating
διαπράττων
Other Greek words related to διαπράττων
- επιτυγχάνοντας
- επιτυγχάνοντας
- διαπράττοντας
- κάνει
- Εκτελείται
- ικανοποιητικό
- υλοποιώντας
- κατασκευή
- αποδίδει
- πραγματοποιώντας
- ολοκλήρωση
- αποτελεσματικός
- φινίρισμα
- περνάω από
- διαπραγμάτευση
- διωκτικός
- Τράβηγμα
- πραγματοποιώντας
- άριστος, εξαιρετικός
- υλοποιών
- φτάνοντας
- προκαλώντας
- φέρνοντας off
- μεταφορά
- αρκετός
- πραγματοποιούντας
- τέλος
- ενασχόληση με
- παρακολούθηση (με)
- κάρφωμα
- εξασκώντας
- Εφαρμόζοντας
- συνδέοντας
- επαναλαμβανόμενος
- εργάζομαι σε
Nearest Words of perpetrating
- perpetration => διάπραξη
- perpetrator => δράστης
- perpetuable => αιώνιος
- perpetual => αιώνιος
- perpetual calendar => Αιώνιο ημερολόγιο
- perpetual motion => αιώνια κινηση
- perpetual motion machine => μηχανή διαρκούς κίνησης
- perpetual warrant => Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα
- perpetually => αιώνια
- perpetualty => αιωνιότητα
Definitions and Meaning of perpetrating in English
perpetrating (p. pr. & vb. n.)
of Perpetrate
FAQs About the word perpetrating
διαπράττων
of Perpetrate
επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,διαπράττοντας,κάνει,Εκτελείται,ικανοποιητικό,υλοποιώντας,κατασκευή,αποδίδει,πραγματοποιώντας
αποτυχημένος,υποτιμητικό,μιλάω ακατάληπτα,οικονομία
perpetrated => τελεσθεί, perpetrable => εκτελεστός, perpession => Καθέτως, perpent stone => πέτρα της χελώνας, perpensity => τάση,