Greek Meaning of perpetrating

διαπράττων

Other Greek words related to διαπράττων

Definitions and Meaning of perpetrating in English

Webster

perpetrating (p. pr. & vb. n.)

of Perpetrate

FAQs About the word perpetrating

διαπράττων

of Perpetrate

επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,διαπράττοντας,κάνει,Εκτελείται,ικανοποιητικό,υλοποιώντας,κατασκευή,αποδίδει,πραγματοποιώντας

αποτυχημένος,υποτιμητικό,μιλάω ακατάληπτα,οικονομία

perpetrated => τελεσθεί, perpetrable => εκτελεστός, perpession => Καθέτως, perpent stone => πέτρα της χελώνας, perpensity => τάση,