FAQs About the word practicing

εξασκώντας

actively engaged in a specified career or way of life

εξασκούμενος,σπουδάζει,διάτρηση,τελειοποίηση,δοκιμάζοντας,επαναλαμβανόμενος,αναθεώρηση,τρέξιμο,αυλάκωση,που δείχνει (για)

No antonyms found.

practices => Πρακτικές, practical jokes => Πρακτικά αστεία, prêt-à-porter => Prêt-à-porter, précis => περίληψη, poxes => Ευλογιά,