Greek Meaning of putting through
συνδέοντας
Other Greek words related to συνδέοντας
- επιτυγχάνοντας
- επιτυγχάνοντας
- μεταφορά
- πραγματοποιώντας
- κάνει
- Εκτελείται
- ικανοποιητικό
- περνάω από
- υλοποιώντας
- κατασκευή
- αποδίδει
- Τράβηγμα
- προκαλώντας
- φέρνοντας off
- διαπράττοντας
- ολοκλήρωση
- ενασχόληση με
- φινίρισμα
- παρακολούθηση (με)
- διαπραγμάτευση
- διαπράττων
- διωκτικός
- εργάζομαι σε
- άριστος, εξαιρετικός
- φτάνοντας
- αρκετός
- αποτελεσματικός
- πραγματοποιούντας
- τέλος
- κάρφωμα
- εξασκώντας
- Εφαρμόζοντας
- πραγματοποιώντας
- επαναλαμβανόμενος
- εκκαθάριση
Nearest Words of putting through
- putting the kibosh on => βάζω τέλος σε κάτι
- putting over => βάζοντας κάτι πάνω από κάτι άλλο
- putting out => βάζω έξω
- putting one's finger on => Βάζω το δάχτυλο μου
- putting on => φορώντας
- putting off => αναβολή
- putting into words => Λεκτικοποίηση
- putting in (for) => δαπάνη για
- putting in => βάζοντας
- putting forward => Παρουσίαση
Definitions and Meaning of putting through in English
putting through
to carry to a successful conclusion, to make a telephone connection for, to obtain a connection for (a telephone call), to carry to a conclusion
FAQs About the word putting through
συνδέοντας
to carry to a successful conclusion, to make a telephone connection for, to obtain a connection for (a telephone call), to carry to a conclusion
επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,μεταφορά,πραγματοποιώντας,κάνει,Εκτελείται,ικανοποιητικό,περνάω από,υλοποιώντας,κατασκευή
αποτυχημένος,μιλάω ακατάληπτα,οικονομία,υποτιμητικό
putting the kibosh on => βάζω τέλος σε κάτι, putting over => βάζοντας κάτι πάνω από κάτι άλλο, putting out => βάζω έξω, putting one's finger on => Βάζω το δάχτυλο μου, putting on => φορώντας,